ρουβίδιο

ρουβίδιο
το, Ν
χημ.
1. χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 37 και με σύμβολο Rb, το οποίο ανήκει στην ομάδα la τού περιοδικού συστήματος, δηλαδή στα μέταλλα τών αλκαλίων
2. φρ. «μέθοδος ραδιοχρονολόγησης ρουβιδίου-στροντίου»
φυσ. τεχνική προσδιορισμού τής ηλικίας πετρωμάτων, ορυκτών και μετεωριτών η οποία βασίζεται στη μέτρηση τής ποσότητας τού σταθερού ισοτόπου τού στροντίου Sr-87, που σχηματίζεται από τη ραδιενεργό διάσπαση τού ασταθούς ισοτόπου τού ρουβιδίου Rb-87, που έχει χρόνο υποδιπλασιασμού 6-1011 έτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. rubidium < λατ. rubidus «κόκκινος». Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Ν.Κ. Γερμανό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • μέιζερ — (maser). Διάταξη ικανή να εκμεταλλευτεί ένα φυσικό φαινόμενο, ενισχύοντας ή παράγοντας ηλεκτρομαγνητικά κύματα μέσω της εξαναγκασμένης εκπομπής ακτινοβολίας μοριακών ή ατομικών συστημάτων. Ο όρος προέρχεται από τα αρχικά των λέξεων της αγγλικής… …   Dictionary of Greek

  • αλβιτίτης — (albitite). Κρυσταλλοκοκκώδες πέτρωμα, που αποτελείται κυρίως από κοκκώδες μείγμα αλβίτη και μερικές φορές περιέχει ακόμα χαλαζία, μοσχοβίτη και ακμίτη. Σε πολλά μέρη της Βόρειας Αμερικής υπάρχουν χρυσοφόροι α. που διασχίζουν τα διοριτικά… …   Dictionary of Greek

  • αλκάλια — Τα υδροξείδια του καλίου και του νατρίου, γενικότερα όμως είναι και υδροξείδια που παράγονται από το λίθιο, το καίσιο και το ρουβίδιο …   Dictionary of Greek

  • ισόμορφοι κρύσταλλοι — Στερεά κρυσταλλικά σώματα που παρουσιάζουν μεγάλες αναλογίες όσον αφορά τις κρυσταλλικές τους μορφές και τη χημική τους σύσταση, και τα οποία μπορούν να σχηματίσουν μια σειρά από στερεά διαλύματα ή μεικτούς κρυστάλλους (συγκρυστάλλωση).… …   Dictionary of Greek

  • Κίρχοφ, Γκούσταφ Ρόμπερτ — (Gustav Robert Kirchhoff, Κένιξμπεργκ [σημερινό Καλίνινγκραντ] 1824 – Βερολίνο 1887). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του, με τον φυσικό Νόιμαν και τον μαθηματικό Γιάκομπι. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

  • Μπούνσεν, Ρόμπερτ Βίλχελμ φον- — (Robert Wilhelm von Bunsen, Γκέτινγκεν 1811 Χαϊδελβέργη 1899). Γερμανός χημικός. Ονομάστηκε υφηγητής στο Γκέτινγκεν (1833) και δίδαξε στα πανεπιστήμια του Κάσελ Μάρμπουργκ, Μπρεσλάου και τελικά εγκαταστάθηκε στη Χαϊδελβέργη. Ήταν ικανότατος… …   Dictionary of Greek

  • στυπτηρίες — Χημικές ενώσεις που το μόριο τους αποτελείται από ένα μόριο θειικού αργίλιου (AL2[SO4]3), ένα μόριο θειικού καλίου (K2SO4) και 24 μόρια νερού (Η2Ο). Όταν παρουσιάζεται στην υαλώδη μορφή του, ονομάζεται «στυπτηριάτης λίθος». Χρησιμοποιείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”